- ομοφωνία
- Μουσικός όρος κατά τον οποίο μια μελωδική γραμμή συνδυάζεται με άλλους μουσικούς φθόγγους που τη συνοδεύουν, συμπληρώνοντας την αρμονικά και ρυθμικά. Με αυτή την έννοια η ο. διαχωρίζεται τόσο από την πολυφωνία, όσο και από τη μονοφωνία –όπου μία και μόνη μελωδική γραμμή εκτελείται είτε από μία φωνή (ή μουσικό όργανο) είτε από πολλές σε ταυτοφωνία– και συνδέεται με τη μουσική έκφραση, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η ευρωπαϊκή μουσική εμπειρία μετά την όπερα (αρχές 17ου αι.), ως μέσο δηλαδή προβολής της μελωδίας σαν πρωταρχικού μουσικού παράγοντα μέσα στο πλαίσιο της αρμονίας.
* * *η (Α ὁμοφωνία) [ομόφωνος]1. ομοιότητα φωνής ή κοινότητα γλώσσας2. ομογνωμοσύνη, ομοφροσύνη, ταυτότητα γνώμηςνεοελλ.μουσ. α) η απόλυτη συνήχηση ισοϋψών φθόγγων κατά την οποία πολλές συγχρόνως φωνές βρίσκονται στον ίδιο τόνοβ) τρόπος σύνθεσης κατά τον οποίο οι συνοδευτικές φωνές μιας κύριας μονωδίας περιορίζουν αισθητά ή και τελείως τη μελωδική και ρυθμική τους δραστηριότητα και υπηρετούν, ακολουθώντας ρυθμικά και πλαισιώνοντας αρμονικά, την καθαρή διαγραφή τής κύριας μελωδίας, αλλ. ομοφωνικός χαρακτήρας ή ομοφωνικό ύφος ή αρμονική - κάθετη γραφήγ) φρ. «αρχή τής ομοφωνίας» — αρχή σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις ενός διοικητικού ή άλλου οργάνου λαμβάνονται με τις ψήφους όλων ανεξαιρέτως τών μελών του και όχι κατά πλειοψηφίααρχ.συμφωνία τών μουσικών ήχων, αρμονία («ὑποκριτοῡ εὐφωνίαν, ᾀδόντων ὁμοφωνίαν», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.